- συμμέτοχος
- 1) partant2) participant
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
συμμέτοχος — partaking with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμέτοχος — η, ο / συμμέτοχος, ον, ΝΑ [συμμετέχω] αυτός που μετέχει σε κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους νεοελλ. αυτός που συμπράττει με κάποιον, συνεργός («συμμέτοχος στο έγκλημα») αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ συμμέτοχος ο συνιδιοκτήτης … Dictionary of Greek
συμμέτοχος — η, ο αυτός που συμμετέχει: Είναι συμμέτοχοι στα κέρδη της επιχείρησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμμέτοχον — συμμέτοχος partaking with masc/fem acc sg συμμέτοχος partaking with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετόχου — συμμέτοχος partaking with masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετόχους — συμμέτοχος partaking with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετόχων — συμμέτοχος partaking with masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμέτοχα — συμμέτοχος partaking with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμέτοχε — συμμέτοχος partaking with masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμέτοχοι — συμμέτοχος partaking with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίαση — ἡ (ΑΜ ἴασις, Α ιων. τ. ἴησις) [ιάομαι, ώμαι] θεραπεία, γιατρειά («τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις», Πλάτ.) μσν. αρχ. 1. απαλλαγή από κάτι (α. «... ὁ Κύριος... δι ἡμᾱς ἄνθρωπος γέγονεν, ὅπως... τῶν παθῶν τῶν ἡμετέρων συμμέτοχος γενόμενος και ἴασιν ποιήσηται» … Dictionary of Greek